Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περί τε ψυχέων ἐμάχοντο

  • 1 περί

    περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—
    A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)
    A WITH GENITIVE,
    I of Place, sts. in Poets, round about, around,

    τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68

    ;

    τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818

    (lyr., s.v.l.);

    εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129

    : rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.
    2 about near,

    π. σοῦ πάντα γένοιτο ῥόδα IG14.2508

    ([place name] Nemausus).
    II to denote the object about or for which one does something:
    1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;

    π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265

    ; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;

    π. σεῖο 3.137

    ;

    π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416

    ; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;

    π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245

    ; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;

    ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102

    ;

    νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191

    ; <

    τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74

    ; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;

    οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7

    ; and without a Verb,

    π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122

    ;

    π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44

    , cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;

    μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d

    ;

    ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437

    , cf. 639, Hdt.8.26 ;

    πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29

    ;

    π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95

    ; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;

    καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225

    , cf. 24.515.
    2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,

    π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17

    ;

    ἄχος π. τινός Od.21.249

    ;

    φόνου π. βουλεύειν 16.234

    ;

    φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36

    , etc.;

    κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621

    ;

    δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a

    , etc.;

    ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13

    ; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;

    βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69

    ;

    π. Μεθωναίων IG12.57.49

    ; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;

    μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36

    , cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.
    3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,

    π. νόστου ἄκουσα Od.19.270

    ;

    οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563

    ;

    π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191

    ;

    π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135

    , 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;

    λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22

    , etc.;

    λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b

    , etc.;

    ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48

    ; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;

    παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8

    ;

    ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82

    ;

    νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52

    , etc.;

    νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214

    .
    4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.
    5 about, in regard to,

    μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53

    ;

    οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117

    ;

    τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6

    ;

    τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5

    : in Prose freq. without a Verb,

    ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88

    ; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.
    III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,

    π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287

    ;

    π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375

    ;

    τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38

    ;

    ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325

    ;

    ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304

    ;

    π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108

    ;

    κρατερὸς π. πάντων Il.21.566

    , cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;

    π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279

    ;

    π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214

    ;

    π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289

    , cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.
    IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;

    π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89

    ;

    π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1

    ; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.
    V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;

    περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25

    ; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).
    B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),
    I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,

    ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21

    ;

    χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60

    ;

    δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241

    ;

    ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467

    ;

    κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17

    ;

    βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401

    : in Prose,

    π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61

    ;

    θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13

    ; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;

    π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e

    , etc.;

    χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245

    ;

    χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416

    ;

    πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648

    ; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;

    δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95

    ;

    κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317

    ;

    π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598

    ;

    μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453

    : rarely in Trag.,

    π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259

    (lyr.);

    κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240

    .
    2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,

    π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577

    ;

    ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441

    ;

    κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86

    ;

    π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570

    ;

    πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828

    ;

    αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303

    .
    3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,

    ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4

    ; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;

    π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039

    .
    II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),

    π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471

    ;

    μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245

    ;

    π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568

    ;

    ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2

    ;

    π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a

    ;

    π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34

    codd.;

    κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6

    .
    2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),

    π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566

    ;

    ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240

    , cf. 11.557;

    δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60

    , cf. 74, 119, Ar.Eq.27;

    θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d

    , cf. Tht. 148c;

    π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54

    .
    3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;

    μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101

    ;

    π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33

    ;

    π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69

    : in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);

    π. χάρματι h.Cer. 429

    :—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.
    C WITH ACCUSATIVE,
    I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;

    π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13

    ;

    π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162

    ; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;

    ἐρύσας π. σῆμα 24.16

    , cf. 51, etc.;

    π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139

    ;

    π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362

    : also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;

    λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519

    ;

    μάρνασθαι π. ἄ. 6.256

    , etc.;

    φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303

    ; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;

    σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25

    , cf. Od.18.67: in Prose,

    ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22

    ;

    φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9

    ; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;

    εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4

    ; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;

    ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23

    ; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;

    οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e

    ;

    στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18

    : strengthd.,

    π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760

    ;

    π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848

    ; cf. ἀμφί c. 1.2.
    2 of persons who are about one,

    ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22

    ; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,

    οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63

    ; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.
    3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;

    γενέσθαι Isoc.3.12

    ; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;

    ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6

    ;

    διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11

    , etc.: less freq.

    ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28

    , Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;

    οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8

    ; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.
    4 round or about a place, and so in,

    π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368

    , cf. 90;

    ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439

    ; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;

    χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61

    , cf. 7.131;

    εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d

    , etc.; οἱ

    π. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12

    , etc.
    5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;

    εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a

    ;

    ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10

    ;

    ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20

    ;

    ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10

    ;

    ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696

    ;

    τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21

    ;

    οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102

    ; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;

    τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76

    ;

    καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b

    ;

    π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20

    ; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,

    αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20

    ;

    ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2

    ;

    ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b

    : generally, of all relations, about, concerning, in respect of,

    π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93

    , cf. 8.86;

    πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d

    ;

    ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42

    ; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;

    ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84

    ; as to (cf. A. 11.5),

    π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c

    , cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;

    οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d

    ;

    αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e

    ; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;

    ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19

    : in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;

    τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a

    ;

    τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d

    ;

    τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23

    , etc.; cf. ἀμφί c.1.4.
    II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;

    π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89

    , etc.
    2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;

    π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5

    , etc.
    D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,

    ἄστυ πέρι Il.22.173

    ;

    ἔριδος πέρι 16.476

    : most freq. with gen.,

    τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630

    ;

    τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248

    , etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,

    σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36

    ;

    σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a

    ;

    δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a

    , etc.;

    γραμμάτων εἴπομεν ὡς οὐχ ἱκανῶς ἔχεις πέρι Id.Lg. 809e

    , cf. Ap. 19c.
    E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,

    γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362

    , al.: strengthd.,

    περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο

    round about,

    h.Cer.276

    , cf. Call.Hec.1.1.13.
    2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,

    π. κῆρι φίλησε Il.13.430

    , etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);

    ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53

    ; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;

    π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206

    ; also

    π. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157

    ;

    π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433

    ;

    ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70

    , cf. Od.14.146;

    π. σθένεϊ Il.17.22

    .
    4 περὶ κάτω bottom upwards,

    δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34

    , cf. Phot.;

    τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34

    .
    F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.
    I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.
    II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.
    III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.
    IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.
    V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).
    G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (

    περ' ἰγνύσι h.Merc. 152

    ); once in Hes.,

    περίαχε Th. 678

    (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;

    περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242

    ;

    περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27

    H.; also in Pi.,

    περάπτων P.3.52

    ;

    περόδοις N.11.40

    ;

    περιδαῖος Fr. 154

    ;

    περ' αὐτᾶς P.4.265

    ;

    ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38

    : not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περί

  • 2 ψυχή

    ψῡχ-ή, ,
    A life,

    λύθη ψ. τε μένος τε Il.5.296

    , etc.;

    ψ. τεκαὶ αἰών 16.453

    , cf. Od.9.523;

    θυμοῦ καὶ ψ. Il.11.334

    , Od.21.154;

    λαυκανίην, ἵνα τε ψυχῆς ὤκιστος ὄλεθρος Il.22.325

    ; ψυχὰς παρθέμενοι at hazard of their lives, Od.3.74,9.255;

    αἰεὶ ἐμὴν ψ. παραβαλλόμενος Il.9.322

    ; λίσσου' ὑπὲρ ψ. καὶ γούνων by your life, 22.338; so

    ἀντὶ ψ. S.OC 1326

    : but περὶ ψ. to save their life, Od.9.423;

    περί τε ψυχέων ἐμάχοντο 22.245

    ;

    περὶ ψ. θέον Ἕκτορος Il.22.161

    ;

    τρέχων περὶ τῆς ψ. Hdt.9.37

    ;

    τῆς ἐμῆς περὶ ψ. A.Eu. 115

    , cf. E.Hel. 946, Heracl. 984;

    περὶ ψ. κινδυνεύων Antipho 2.1.4

    , cf. Th. 8.50;

    ἁγὼν.. σῆς ψ. πέρι S.El. 1492

    , cf. E.Ph. 1330, Or. 847, X.Cyr.3.3.44;

    τὸν περὶ ψ. δρόμον δραμεῖν Ar.V. 375

    (lyr.);

    ἀγωνίζεσθαι περὶ τῆς ψ. X.Eq.Mag.1.19

    ; ὃ ἂν θέλῃ, ψυχῆς ὠνεῖται [θυμός] in exchange for life, Heraclit.85;

    τῆς ψ. πρίασθαί τι X.Cyr.3.1.36

    ;

    τί γὰρ δοῖ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψ. αὐτοῦ; Ev.Marc.8.37

    . In early poets:

    ψυχὰν ἀποπνεῖν Simon.52

    ;

    ψυχὰς ἔχοντες κυμάτων ἐν ἀγκάλαις Archil.23

    ;

    ψυχέων φειδόμενοι Tyrt.10.14

    ;

    θειδωλὴν ψ. θέμενος Sol.13.46

    ;

    ψυχῆς εἵνεκα καὶ βιότου Thgn.730

    ;

    ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων Pi.I.1.68

    ;

    ψυχὰς βαλον Id.O.8.39

    ;

    χαλκῷ ἀπὸ ψυχὴν ἀρύσας Emp.138

    ;

    τοὐμὸν ἐκπίνουσ' ἀεὶ ψυχῆς ἄκρατον αἷμα S.El. 786

    ; τῆς ἐμῆς ψ. γεγώς ib. 775;

    τὴν ψ. ἐκπίνουσιν Ar.Nu. 712

    (anap.);

    ψ. ἀφήσω E.Or. 1171

    ;

    ψ. σέθεν ἔκτεινε Id.Tr. 1214

    ;

    ψ. παραιτέεσθαι Hdt.1.24

    ; ποινὴν τῆς Αἰσώπου ψ. satisfaction for the life of A., Id.2.134;

    ψυχῆς ἀποστερῆσαί τινα Antipho 4.1.6

    , cf. Th.1.136, etc.;

    τὴν ψ. ἢ τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος Aeschin.2.88

    ;

    τὸ τῆς ψ. ἀπαιτηθεὶς χρέος LXX Wi.15

    . 8, cf. Ev.Luc.12.20;

    ζητοῦσι τὴν ψ. μου LXX 3 Ki.19.10

    , cf. Ev.Matt. 2.20;

    τὴν ψ. αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων Ev.Jo.10.11

    , etc.; δεῖρον ἄχρις ἡ ψ... ἐπὶ χειλέων λειφθῇ within an inch of his life, Herod.3.3:—the phrase ἐν τῇ χειρὶ τὴν ψ. ἔχοντα taking his life in his hands, is prob. f.l. in Xenarch.4.20;

    ἡ ψ. μου ἐν ταῖς χερσί [σου] διὰ πάντος LXX Ps.118(119).109

    , cf. 1 Ki.19.5, 28.21, al.; of life in animals, Od.14.426, Hes.Sc. 173, Pi.N.1.47, etc.;

    τὰ ἄλλα ζῷα, ὅσα ψ. ἔχει Anaxag.4

    , cf. 12;

    πάντων τῶν ζῴων ἡ ψ. τὸ αὐτό, ἀήρ Diog.

    Apoll.5 (cf. infr. IV. 1); ἡ φύσις τοιαύτη πάντων ὅσσα ψ. ἔχει Democrit.278; ἐπῴζει καὶ ποιεῖ ψ. ἔχειν (of incubation) Epich.172; [

    ἑρπετὸν] ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ ψ. ζωῆς LXX Ge.1.30

    ; ἡ ψ. πάσης σαρκὸς αἷμα αὐτοῦ ἐστιν ib.Le.17.11, cf. De.12.23.
    2 metaph. of things dear as life,

    χρήματα γὰρ ψ... βροτοῖσι Hes.Op. 686

    ;

    πᾶσι δ' ἀνθρώποις ἄρ' ἦν ψ. τέκν' E.Andr. 419

    ;

    τἀργύριόν ἐστιν αἷμα καὶ ψ. βροτοῖς Timocl.35

    ; so as an endearing name, Hld.1.8, al.;

    ζωὴ καὶ ψ. Juv.6.195

    ;

    ψ. μου Mart.10.68

    .
    II in Hom., departed spirit, ghost (

    ὑποτίθεται [Ὅμηρος] τὰς ψ. τοῖς εἰδώλοις τοῖς ἐν τοῖς κατόπτροις φαινομένοις ὁμοίας.. ἃ καθάπαξ ἡμῖν ἐξείκασται καὶ τὰς κινήσεις μιμεῖται, στερεμνιώδη δὲ ὑπόστασιν οὐδεμίαν ἔχει εἰς ἀντίληψιν καὶ ἁφήν Apollod.

    Hist.Fr. 102(a)J.);

    ψ. Πατροκλῆος.. πάντ' αὐτῷ.. ἐϊκυῖα Il.23.65

    : freq. in Od.11, ψ. Ἀγαμέμνονος, Ἀχιλῆος, etc., 387, 467, al.;

    ψ. καὶ εἴδωλον Il.23.104

    , cf. 72, Od.24.14;

    ψ. κατὰ χθονὸς ᾤχετο τετριγυῖα Il.23.100

    ; ψυχὰς ἡρώων, opp. αὐτούς, 1.3, cf. Hes.Sc. 151;

    ψυχαὶ δ' Ἄϊδόσδε κατῆλθον Il.7.330

    ;

    ψ. δὲ κατ' οὐταμένην ὠτειλὴν ἔσσυτ' ἐπειγομένη 14.518

    ; sts. hardly dist. from signf. 1,

    ἅμα ψ. τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν 16.505

    ; in swoons it leaves the body,

    τὸν δὲ λίπε ψ. 5.696

    ; so in later writers (seldom in Trag.),

    σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ Pi.P.11.21

    ; ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ib.4.159, cf. N.8.44;

    αἱ ψ. ὀσμῶνται καθ' Ἅιδην Heraclit.98

    ;

    πέμψατ' ἔνερθεν ψυχὴν ἐς φῶς A.Pers. 630

    (anap.);

    ποτωμένην ψ. ὑπὲρ σοῦ E.Or. 676

    , cf. Fr. 912.9 (anap.);

    τὰς τῶν κεκμηκότων ψ., αἷς ἐστιν ἐν τῇ φύσει τῶν αὑτῶν ἐκγόνων κήδεσθαι Pl.Lg. 927b

    ; ψ. σοφαί, perh. 'wise ghosts', Ar.Nu. 94;

    δὶς ἀποθανουμένη ψ. Anon.

    ap. Plu.2.236d.
    III the immaterial and immortal soul, first in Pindar,

    ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων.. ἀνδιδοῖ [Φερσεφόνα] ψυχὰς πάλιν Fr. 133

    , cf. Pl.Men. 81b;

    εἰπόντες ὡς ἀνθρώπου ψ. ἀθάνατός ἐστι Hdt.2.123

    ;

    ἀγένητόν τε καὶ ἀθάνατον ψ. Pl.Phdr. 246a

    , cf. Phd. 70c, al.;

    ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψ. καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται Id.R. 608d

    ;

    ἁψ. τῷ σώματι συνέζευκται καὶ καθάπερ ἐν σάματι τέθαπται Philol.14

    , cf. Pl.Cra. 400c: hence freq. opp.

    σῶμα, ψ. καὶ σῶμα X.Mem.1.3.5

    , cf. An.3.2.20;

    ψ. ἢ σῶμα ἢ συναμφότερον, τὸ ὅλον τοῦτο Pl.Alc.1.130a

    ;

    εἰς θηρίου βίον ἀνθρωπίνη ψ. ἀφικνεῖται καὶ ἐκ θηρίου.. πάλιν εἰς ἄνθρωπον Id.Phdr. 249b

    ;

    κατὰ τοὺς Πυθαγορικοὺς μύθους τὴν τυχοῦσαν ψ. εἰς τὸ τυχὸν ἐνδύεσθαι σῶμα Arist.de An. 407b22

    ;

    οὐδὲ τοῦτο ἐπείσθην, ὡς ἡ ψ., ἕως μὲν ἂν ἐν θνητῷ σώματι ᾖ, ζῇ, ὅταν δὲ τούτου ἀπαλλαγῇ, τέθνηκεν X.Cyr.8.7.19

    ;

    ἀνθρώπου γε ψ., ἣ τοῦ θείου μετέχει,.. ὁρᾶται δ' οὐδ' αὐτή Id.Mem.4.3.14

    , cf. Cyr. 8.7.17; αἰθὴρ μὲμ ψυχὰς ὑπεδέξατο, σώ[ματα δὲ χθών] IG12.945 (v B. C.);

    ὁπόταμ ψ. προλίπῃ φάος ἀελίοιο Orph.Fr.32

    f.1;

    ἡμεῖς ἐσμεν ψ., ζῷον ἀθάνατον ἐν θνητῷ καθειργμένον φρουρίῳ Pl.Ax. 365e

    .
    IV the conscious self or personality as centre of emotions, desires, and affections,

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί Pi.N.9.39

    ;

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος Id.I.4(3).53(71)

    ;

    ἐνίους τῶν καλῶν τὰς μορφὰς μοχθηροὺς ὄντας τὰς ψ. X.Oec.6.16

    ;

    θνητοῦ σώματος ἔτυχες, πειρῶ τῆς ψ. ἀθάνατον μνήμην καταλιπεῖν Isoc.2.37

    ; opp. material blessings,

    κτεάνων ψ. ἔχοντες κρέσσονας Pi.N.9.32

    ;

    μήτε σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων.. οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψ. ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται Pl.Ap. 30b

    , cf. 29e: hence regarded in abstraction,

    τὸ παρεχόμενον ἡμῶν ἕκαστον τοῦτ' εἶναι μηδὲν ἀλλ' ἢ τὴν ψ., τὸ δὲ σῶμα ἰνδαλλόμενον ἡμῶν ἑκάστοις ἕπεσθαι Pl.Lg. 959a

    ;

    ἡ ψ. ἐστιν ἄνθρωπος Id.Alc.1.130c

    ;

    οὐδὲ νῦν τήν γ ἐμὴν ψ. ἑωρᾶτε X.Cyr.8.7.17

    , cf. supr. 111: sts., therefore, distd. from oneself,

    ψ. γὰρ ηὔδα πολλά μοι μυθουμένη S.Ant. 227

    ;

    ἡ ψ. μου πεπότηται Ar.Nu. 319

    (anap.);

    τί ποτ' ἔστι μαθεῖν ἔραται ψ. E.Hipp. 173

    (anap.);

    ἄλλο τι βουλομένη ἑκατέρου ἡ ψ. δήλη ἐστίν Pl.Smp. 192c

    ; οἴμοι ψυχή woe is me! LXX Mi.7.1; καὶ ἐρῶ τῇ ψ. μου, "yuxh/, e)/xeis polla\ a)gaqa/" Ev.Luc.12.19; in periphrases, ψ. Ὀρέστου, = Ὀρέστης, S.El. 1127, al.: but τὴν Φιλοκτήτου ψ. ἐκκλέψεις his wits, Id.Ph.55;

    ἡ δ' ἐμὴ ψ. τέθνηκεν Id.Ant. 559

    , cf. OC 999; so ψυχαί abs., = ἄνθρωποι, ψ. ὀλέσασα A.Ag. 1457 (lyr.); ψ. πολλαὶ ἔθανον many souls perished, Ar.Th. 864;

    πᾶσαι αἱ ψ., υἱοὶ καὶ αἱ θυγατέρες λ γ LXX Ge.46.15

    , cf. Ex.12.4, al.; [

    κιβωτὸς] εἰς ἣν ὀλίγοι, τοῦτ' ἔστιν ὀκτὼ ψ., διεσώθησαν 1 Ep.Pet.3.20

    . In apostrophe,

    μή, φίλα ψ. Pi.P.3.61

    ;

    ὦ μελέα ψ. S.Ph. 712

    (lyr.);

    ὦ ἀγαθὴ καὶ πιστὴ ψ. X.Cyr.7.3.8

    ; in referring to persons,

    ὅταν μεγάλη ψ. φυῇ Pl.R. 496b

    (cf. μεγαλόψυχος) ; καλεῖται γοῦν ἡ ψ. Κρινοκοράκα the creature, Thphr.Char.28.2;

    πάσῃ ψ. τετελευτηκυίᾳ LXX Nu.6.6

    ,11;

    πᾶσα ψ. ὑποτασσέσθω Ep.Rom.13.1

    , etc.: generally, being, ψυχὴ ζῶσα living creature, LXX Ge.1.24, cf. 20(pl.).
    2 of various aspects of the self, ἐν πολέμοιο μάχαις τλάμονι ψ. παρέμειν ) enduring heart, Pi.P.1.48;

    διεπειρᾶτο αὐτοῦ τῆς ψ. Hdt.3.14

    , ἦν ηὰρ.. ψυχὴν οὐκ ἄκρος poor-spirited, Id.5.124;

    ψυχὴν ἄριστε πάντων Ar.Eq. 457

    ;

    καρτερὰν ψ. λαβεῖν Id.Ach. 393

    ;

    κράτιστοι ἂν τὴν ψ. κριθεῖεν Th.2.40

    ;

    τοῖς σώμασι δύνανται τὰς δὲ ψ. οὐκ ἔχουσιν Lys.10.29

    ;

    ὁ γὰρ' λόγχην ἀκονῶν καὶ τὴν ψ. τι παρακονᾷ X.Cyr.6.2.33

    , cf. Oec.21.3.
    3 of the emotional self,

    ὑπείργασμαι μὲν εὖ ψυχὴν ἔρωτι E.Hipp. 505

    , cf. 527 (lyr.);

    πάνυ μου ἡ ψ. ἐπεθύμει X.Oec.6.14

    ;

    τίνα ποτὲ ψ. ἔχων; Lys.32.12

    ; τίν' οἴεσθ' αὐτὴν ψ. ἕξειν, ὅταν ἐμὲ ῒδῃ; how will she feel? D.28.21; μία ψ., prov. of friends, Arist.EN 1168b7; ψ. μία ἤστην prob. in Phryn. PSp.128B.; of appetite,

    ψυχῇ διδόντες ἡδονήν A.Pers. 841

    (s. v.l.), cf. Epich.297, Theocr.16.24;

    λίχνῳ δὲ ὄντι τὴν ψ. Pl.R. 579b

    ;

    τῷ δὲ ἡ ψ. σῖτον μὲν οὐ προσίετο, διψῆν δ' ἐδόκει X.Cyr.8.7.4

    .
    4 of the moral and intellectual self,

    ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψ. Pi.O. 2.70

    ;

    ψ. τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην S.Ant. 176

    ;

    ἀρκεῖν.. κἀντὶ μυρίων μίαν ψ. τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ Id.OC 499

    ;

    ψ. γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Id.Fr. 101

    ;

    ἡ κακὴ σὴ ψ. Id.Ph. 1014

    ;

    ψυχῆς κατήγορος κακῆς X.Oec.20.15

    , cf. Pl.R. 353e;

    ἡ βουλεύσασα ψ. Antipho 4.1.7

    , cf. Pl.Lg. 873a; τὸ σῶμα ἀπειρηκὸς ἡ ψ. συνεξέσωσεν.. διὰ τὸ μὴ ξυνειδέναι ἑαυτῇ the mind conscious of innocence, Antipho 5.93;

    τὸ ἐπιμελεῖσθαι καὶ ἄρχειν καὶ βουλεύεσθαι.. ἐσθ' ὅτῳ ἄλλῳ ἢ ψυχῇ δικαίως ἂν ἀποδοῖμεν; Pl.R. 353d

    ;

    τὴν τῆς ψ. ἐπιμέλειαν X.Mem. 1.2.4

    , Isoc.15.304; τὰ ἐν τῇ ψ. διὰ τὴν παιδείαν ἐγγιγνόμενα ib.290;

    τῆς ψ. ἐξελθούσης, ἐν ᾗ μόνῃ γίγνεται φρόνησις X.Mem.1.2.53

    ;

    νοῦς τε καὶ ψ. Pl.Cra. 400a

    , cf. Phdr. 247c, al.;

    ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα S.El. 903

    ;

    ἰδὼν μὲν γνούς τε σῇ ψ., τέκνον E.Tr. 1171

    . Phrases:—

    ἐκ τῆς ψ. φίλος X.An.7.7.43

    ; ἀπὸ τῆς ψ. φιλεῖν with all the heart, Thphr. Char.17.3;

    βόσκοιτ' ἐκ ψυχᾶς τὰς ἀμνάδας Theoc.8.35

    ;

    ὅλῃ τῇ ψ. κεχαρίσθαι τινί X.Mem.3.11.10

    ; οὐκ ἐᾷ ἡμᾶς οὐδὲ ψυχῆς λαχεῖν he won't let us call our soul our own, Phryn.PSp.128B.
    5 of animals, ψ. μεγαλόφρων, of a horse, X.Eq.11.1;

    θηρίων ψ. ἡμεροῦμεν Isoc.2.12

    ; ψ. χηνός, ὀρτυγίου, Eub.101, Antiph.5.
    6 of inanimate things,

    πᾶσα πολιτεία ψ. πόλεώς ἐστιν Isoc.12.138

    , cf. 7.14;

    ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψ. D.60.23

    ;

    οἷον ψ. ὁ μῦθος τῆς τραγῳδίας Arist.Po. 1450a38

    ; also of the spirit of an author, D.H.Lys.11.
    V Philosophical uses:
    1 In the early physicists, of the primary substance, the source of life and consciousness, ὁρίζονται πάντες (sc. οἱ πρότεροι)

    τὴν ψ. τρισίν, κινήσει, αἰσθήσει, τῷ ἀσωμάτῳ Arist.de An. 405b11

    ; τὸν λίθον ἔφη [Θαλῆς] ψ. ἔχειν ὅτι τὸν σίδηρον κινεῖ, of the magnet, ib. 405a20; ψυχῇσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δὲ θάνατος γῆν γενέσθαι, ἐκ γῆς δὲ ὕδωρ γίνεται, ἐξ ὕδατος δὲ ψ. (sc. πῦρ) Heraclit. 36;

    ἡ ψ. πνεῦμα Xenoph.

    ap. D.L.9.19; καρδία ψυχῆς καὶ αἰσθήσιος [ἀρχά] Philol.13;

    τοῦτο [ἀὴρ] αὐτοῖς καὶ ψ. ἐστι καὶ νόησις Diog.

    Apoll.4;

    τὴν τῶν ἄλλων ἁπάντων φύσιν οὐ πιστεύεις Ἀναξαγόρᾳ νοῦν καὶ ψ. εἶναι τὴν διακοσμοῦσαν; Pl.Cra. 400a

    , cf. Arist.de An. 404a25; Δημόκριτος πῦρ τι καὶ θερμόν θησιν αὐτὴν (sc. ψυχὴν) εἶναι ib. 404a1, cf. Resp. 472a4.
    2 the spirit of the universe,

    ψ. εἰς τὸ μέσον [τοῦ κόσμου] θείς Pl.Ti. 34b

    , cf. 30b;

    τὴν τοῦ παντὸς δῆλον ὅτι τοιαύτην εἶναι βούλεται [ὁ Τίμαιος] οἷόν ποτ' ἐστὶν ὁ καλούμενος νοῦς Arist.de An. 407a3

    ; ἐν τῷ ὅλῳ τινὲς [τὴν ψ.] μεμεῖχθαί φασιν, ὅθεν ἴσως καὶ Θαλῆς ᾠήθη πάντα πλήρη θεῶν εἶναι ib. 411a8;

    ὁ κόσμος ψ. ἐστὶν ἑαυτοῦ καὶ ἡγεμονικόν Chrysipp.Stoic.2.186

    ; ψ. [κόσμου] Plu.2.1013e, cf. M.Ant.4.40;

    ψ. ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ Plot.5.1.2

    ;

    τόδε τὸ πᾶν ψ. μίαν ἔχον εἰς πάντα αὐτοῦ μέρη Id.4.4.32

    ; περὶ ψυχᾶς κόσμου καὶ φύσιος, title of work by Ti.Locr.
    3 In Pl. the immaterial principle of movement and life,

    ὅταν παρῇ [ψυχὴ] τῷ σώματι, αἴτιόν ἐστι τοῦ ζῆν αὐτῷ Pl.Cra. 399d

    , cf. Def. 411c; [

    ψυχῆς λόγον ἔχομεν] τὴν δυναμένην αὐτὴν αὑτὴν κινεῖν κίνησιν Id.Lg. 896a

    ; μεταβολῆς τε καὶ κινήσεως ἁπάσης αἰτία [ἡ ψ.] ἅπασιν ib. b, cf. 892c; its presence is requisite for thought,

    σοφία καὶ νοῦς ἄνευ ψ. οὐκ ἂν γενοίσθην Id.Phlb. 30c

    , cf. Ti. 30b, Sph. 249a; defined by Arist. as

    οὐσία ὡς εἶδος σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος de An. 412a20

    ; ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ ὀργανικοῦ ib. 412b5; the tripartite division of

    ψ., οἱ δὲ περὶ Πλάτωνα καὶ Ἀρχύτας καὶ οἱ λοιποὶ Πυθαγόρειοι τὴν ψ. τριμερῆ ἀποφαίνονται, διαιροῦντες εἰς λογισμὸν καὶ θυμὸν καὶ ἐπιθυμίαν Iamb.

    ap. Stob.1.49.34, cf. Pl.R. 439e sqq.; in Arist.

    ἡ ψ. τούτοις ὥρισται, θρεπτικῷ, αἰσθητικῷ, διανοητικῷ, κινήσει· πότερον δὲ τοὔτων ἕκαστόν ἐστι ψ. ἢ ψυχῆς μόριον; de An. 413b11

    , cf. PA 641b4;

    ἡ θρεπτικὴ ψ. Id.de An. 434a22

    , al.; in the Stoics and Epicureans, σῶμα ἡ ψ. Zeno and Chrysipp.Stoic.1.38; of the scala naturae,

    τὰ μὲν ἕξει διοικεῖται, τὰ δὲ φύσει, τὰ δ' ἀλόγῳ ψ., τὰ δὲ καὶ λόγον ἐχούσῃ καὶ διάνοιαν Stoic.2.150

    , cf. M.Ant.6.14;

    ἡ ψ. σῶμά ἐστι λεπτομερές.. προσεμφερέστατον πνεύματι θερμοῦ τινα κρᾶσιν ἔχοντι Epicur.Ep.1p.19U.

    ;

    τέλος.. τὸ μήτε ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψ. Id.Ep.3p.64U.

    ; in the Neo-Platonists characterized by discursive thinking,

    τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα Plot.1.1.7

    ; related to νοῦς as image to archetype, εἰκών τίς ἐστι νοῦ [ψ.] Id.5.1.3; present in entirety in every part,

    πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ ψ. Id.5.1.2

    , cf. 4.7.5;

    φύσις ψ. οὖσα, γέννημα ψυχῆς προτέρας Id.3.8.4

    ; animal and vegetable bodies possess

    οἷον σκιὰν ψυχῆς Id.4.4.18

    ;

    πᾶν σῶμα.. ψυχῆς μετουσίᾳ κινεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ ζῇ διὰ ψ. Procl.Inst.20

    .
    VI butterfly or moth, Arist.HA 551a14, Thphr.HP2.4.4, Plu.2.636c.
    2 τριπόλιον, Ps.-Dsc.4.132.
    VII Psyche, in the allegory of Psyche and Eros, Apul.Metam. bks. 4-6, Aristophontes ap. Fulg.Myth.3.6. (See ancient speculations on the derivation, Pl.Cra. 399d- 400a, Arist.de An. 405b29, Chrysipp.Stoic.2.222; Hom. usage gives little support to the derivation from ψύχω 'blow, breathe';

    τὸν δὲ λίπε ψ. Il.5.696

    means 'his spirit left his body', and so λειποψυχέω means 'swoon', not 'become breathless';

    ἀπὸ δὲ ψ. ἐκάπυσσε Il.22.467

    means 'she gasped out her spirit', viz. 'swooned'; the resemblance of ἄμπνυτο 'recovered consciousness' to ἀμπνέω 'recover breath' is deceptive, v. ἄμπνυτο, ἔμπνυτο: when concrete the Homeric ψ. is rather warm blood than breath, cf. Il.14.518, 16.505, where the ψ. escapes through a wound; cf. ψυχοπότης, ψυχορροφέω, and S.El. 786, Ar.Nu. 712 (v. supr.1).)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχή

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»